Πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973 και σε μια εποχή αναμέτρησης του ευρωΝΑΤΟικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ με το ευρασιατικό, καταστολής ή ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και διώξεων σε βάρος των Κομμουνιστικών Κομμάτων από την Ουκρανία έως τη Βενεζουέλα, η ανάγνωση των γεγονότων της Χιλής παραμένει κρίσιμη για την εξέλιξη της ταξικής πάλης και τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος.
Τα γεγονότα της τριετίας 1970 – 1973 προκύπτουν σε ένα πολιτικό περιβάλλον το οποίο διαμορφώθηκε στη Χιλή από την περίοδο του Μεσοπολέμου και έπειτα. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος, το ΚΚ Χιλής, στο πλαίσιο και των επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, υιοθετούσε πάντα τον στόχο μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, μετέθετε τον σοσιαλισμό μετά από ένα αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό στάδιο και διακήρυττε όλο και πιο καθαρά την προσήλωσή του στα ειρηνικά μέσα πάλης.
Συνοπτικά σημειώνουμε:
Υστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το παλαιότερο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Obrero Socialista) μετονομάστηκε σε ΚΚ και προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή. Την περίοδο 1925 – 1935 τέθηκε εκτός νόμου.
Ωστόσο, σε εφαρμογή της πολιτικής γραμμής του Λαϊκού Μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού και του διαχωρισμού της αστικής τάξης σε φασιστική και μη (7ο Συνέδριο της ΚΔ 1935), μια σειρά από ΚΚ της Λατινικής Αμερικής υποστήριξαν κυβερνήσεις οι οποίες θεωρήθηκαν αντίπαλες του «φασιστικού άξονα» (Γερμανία, Ιταλία κ.ά.), π.χ. του δικτάτορα Σομόζα στη Νικαράγουα, του – μετέπειτα δικτάτορα – Μπατίστα στην Κούβα. Στη Χιλή το «Λαϊκό Μέτωπο» δημιουργήθηκε το 1936. Το 1938 υποψήφιος του «Λαϊκού Μετώπου» για την προεδρική εκλογή ήταν ο Πέντρο Αγκίρε Θέρντα, τον οποίο υποστήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα και διάφορες ομάδες του στρατηγού Ιμπάνιεθ, γνωστού για τα κατασταλτικά του μέτρα ενάντια στο λαϊκό κίνημα το διάστημα 1927 – 1931.
Η εκλεγείσα κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» λειτούργησε ως «προστάτης της αστικής δημοκρατίας» και τελικά δεν έλυσε ούτε τα προβλήματα που επικαλέστηκε ότι θα έλυνε (ψωμί, στέγη, ρούχα), γιατί εντέλει η οριστική και ουσιαστική επίλυσή τους δεν μπορεί ν’ αποσπαστεί από το ζήτημα «ποια τάξη έχει την εξουσία» και «ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής». Το 1942, επαναλήφθηκαν εκλογές και το ΚΚ Χιλής υποστήριξε τον Χουάν Αντόνιο Ρίος, ο οποίος υποσχέθηκε «ουδετερότητα» στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ωστόσο, όταν αναδείχτηκε στη διακυβέρνηση αρνήθηκε να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με τις δυνάμεις του Αξονα και το ΚΚ Χιλής απέσυρε την υποστήριξή του.
Μετά από τον πόλεμο το ΚΚ Χιλής στήριξε την υποψηφιότητα για την προεδρία του Γκαμπριέλ Γκονθάλεθ Βιντέλα και συμμετείχε στην κυβέρνησή του με τρεις υπουργούς. Το θεωρητικό όργανο της ΚΕ του ΚΚ Χιλής, «Principios», υποστήριζε: «Ο στόχος μας είναι να προσπαθήσουμε να λύσουμε αρμονικά τις συγκρούσεις μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου (…) Η καταφυγή σε απεργία, ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον Κώδικα της Εργασίας, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει». Παρ’ όλη τη συμβιβαστική στάση του ΚΚ Χιλής, ο Βιντέλα δημοσίευσε τον Νόμο περί Προστασίας της Δημοκρατίας – γνωστός ως ο «Καταραμένος Νόμος» – με βάση τον οποίο οι κομμουνιστές τέθηκαν εκτός νόμου, χιλιάδες συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το 1964, το ΚΚ Χιλής συγκρότησε εκ νέου κοινό μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες, το «Επαναστατικό Μέτωπο Λαϊκής Δράσης», υποστηρίζοντας τον Αλιέντε ενάντια στον Φρέι, υποψήφιο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Ο Φρέι, που τελικά επικράτησε και φυσικά υπηρέτησε τη χιλιανή καπιταλιστική οικονομία, επιδίωξε επενδύσεις από τις ΗΠΑ και την καπιταλιστική Ευρώπη και επέσπευσε αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, γεγονός που όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις2.
Στις 17 Δεκέμβρη του 1969 στο Σαντιάγκο της Χιλής υπογράφηκε το βασικό πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε, στο Ριζοσπαστικό Κόμμα, στην Κίνηση της Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, στην Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD). Το ΚΚ Χιλής, με βάση τον λαθεμένο διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε αριστερή και δεξιά από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, εμφάνιζε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ως «αριστερή» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας και στήριζε και εκεί τη μακρόχρονη συνεργασία μαζί του.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, βέβαια, ως σοσιαλδημοκρατικός φορέας, αποδεχόταν τον μαρξισμό μόνο «ως μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας» και όχι βέβαια ως «καθοδηγητική θεωρία», διαστρέβλωνε τη λενινιστική ανάλυση για τον χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού ως του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού και ταύτιζε την αντιιμπεριαλιστική πάλη με την εναντίωση στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, ιδίως των ΗΠΑ.
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ως προς την οικονομική βάση, χρησιμοποιούσε τη φράση «οικοδόμηση της νέας οικονομίας», η οποία περιλάμβανε συνύπαρξη του ιδιωτικού, του κρατικού και του μεικτού τομέα, αναγνώριση του χρέους προς το εξωτερικό και υποχρέωση εξόφλησής του, μια σειρά από κρατικοποιήσεις με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου (της μεγάλης μεταλλευτικής βιομηχανίας χαλκού, νιτρικού άλατος, ιωδίου, σιδήρου και γαιανθράκων, του χρηματοδοτικού συστήματος, ιδιαίτερα των ιδιωτικών τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, του εξωτερικού εμπορίου, της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, των σιδηροδρομικών, αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών) και απαλλοτρίωση υπό προϋποθέσεις ενός μέρους του ξένου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, επειδή το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» στόχευε στην ενδυνάμωση του χιλιανού κεφαλαίου μέσα από την κρατική παρέμβαση και τον περιορισμό ξένων μονοπωλίων συνάντησε και την αντίδραση ιμπεριαλιστικών κέντρων, όπως οι ΗΠΑ.
Ως προς το κράτος, το πρόγραμμα έθετε τους παρακάτω στόχους: Επέκταση των δημοκρατικών κατακτήσεων και οικοδόμηση (μέσω της σταδιακής μεταβολής των θεσμών και ανάλογα με τους συσχετισμούς) μιας «Λαϊκής Εξουσίας και ενός Λαϊκού Κράτους», αντικατάσταση της Βουλής και της Γερουσίας από τη «Λαϊκή Συνέλευση», «διασφάλιση» του εθνικού χαρακτήρα του στρατού και μη χρησιμοποίησή του ενάντια στον λαό ή για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, αναδιοργάνωση της αστυνομίας και μη χρησιμοποίησή της ως καταπιεστικής δύναμης. Ενδεικτικά, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε ανέφερε: «Κάθε χώρα έχει τη δική της πραγματικότητα. Στη Χιλή, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ένοπλη αναμέτρηση με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης (…) Είναι δυνατό να οικοδομηθεί στη Χιλή μια σοσιαλιστική κοινωνία με μέσα ειρηνικά, παρά και αντίθετα από τους αστικούς μας θεσμούς».
Ως προς την εξωτερική πολιτική, παρά τις αντιιμπεριαλιστικές διακηρύξεις, η Χιλή συνέχισε και επί διακυβέρνησης από τη «Λαϊκή Ενότητα» τη συμμετοχή της στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (OAS), αποκαλούμενο και «ΝΑΤΟ της Αμερικανικής Ηπείρου». Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού, ο στόχος του ήταν η «ανεξαρτησία και ακεραιότητα των αμερικανικών κρατών» απέναντι στην «ξένη απειλή», στον οποίο όρο συμπεριλαμβανόταν και η «κομμουνιστική διάβρωση». Αυτονόητα, όσο η Χιλή παρέμενε ένα αστικό – καπιταλιστικό κράτος ήταν αναγκαστική η συμμετοχή της σε διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες3.
Κανένα από τα σημεία αυτά του προγράμματος της «Λαϊκής Ενότητας» δεν μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και τον σοσιαλισμό και ούτε ένα πρόγραμμα τέτοιου περιεχομένου θα μπορούσε να το κάνει.
Η «νέα οικονομία», την οποία υποσχόταν η «Λαϊκή Ενότητα», δεν έπαυε να είναι η καπιταλιστική οικονομία. Η κρατικοποίηση στον καπιταλισμό δεν συνιστά κοινωνικοποίηση, γιατί το αστικό κράτος είναι κράτος των καπιταλιστών και επομένως κρατικοποιημένες επιχειρήσεις ως ιδιοκτησία του συλλογικού καπιταλιστή εξυπηρετούν τις ιδιωτικές – καπιταλιστικές επιχειρήσεις και την καπιταλιστική αγορά. Ακριβώς άλλωστε για να συνεχιστεί ο αναγκαίος για την καπιταλιστική οικονομία εξωτερικός δανεισμός, τα δάνεια των ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν στη Χιλή, αναγνωρίστηκαν ως χρέος.
Επειτα, ο εκδημοκρατισμός – εκσυγχρονισμός του αστικού κράτους, παρά τη χρησιμοποίηση του όρου «Λαϊκό Κράτος» ή τις αναφορές σε «Λαϊκή Εξουσία», ουδόλως καταργεί τον χαρακτήρα του ως έκφρασης της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Ο Λένιν έγγραφε για τον κοινοβουλευτισμό: «Σε μια ορισμένη στιγμή της ανάπτυξής του έχει ανάγκη από μια ψευτολαϊκή αντιπροσωπεία, που μολονότι παρουσιάζεται σαν οργάνωση της κοινωνικής θέλησης ανεξαρτήτως τάξεων, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μηχανή καταναγκασμού και καταπίεσης στα χέρια του κεφαλαίου»4.
Ομοίως, η αστυνομία και ο στρατός είναι πάντα στον καπιταλισμό μηχανισμοί καταπίεσης της εργατικής τάξης και του λαού από την κυρίαρχη τάξη και έχουν στόχο να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη και ασφαλή αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ούτε, βέβαια, οι παραπάνω μηχανισμοί και συνολικά το αστικό κράτος είναι μόνο το προσωπικό τους και αρκεί επομένως μια εκκαθάρισή τους από αυταρχικά – φασιστικά στοιχεία. Αντίθετα, είναι δομές της αστικής εξουσίας με ενσωματωμένες και αναπαραγόμενες ιδεολογικές σχέσεις και όσο διατηρούνται ως τέτοιες δομές «γεννούν» όποτε χρειαστεί και τα κατάλληλα πρόσωπα για να επιβάλουν την καταστολή στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Επί του συγκεκριμένου, είναι γνωστή πάλι η ανάλυση του Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» ότι το κράτος της εργατικής τάξης θα είναι κράτος που θα συγκροτηθεί στη βάση των θεσμών που θα γεννήσει η επαναστατική εργατική και λαϊκή πάλη και όχι του Κοινοβουλίου ή των αστικών θεσμών τοπικής διοίκησης. Η εγκατάλειψη αυτών των θέσεων από τα ΚΚ – στην περίπτωσή μας από το ΚΚ Χιλής – ενσωμάτωνε τα εργατικά-λαϊκά στρώματα στη γραμμή ορισμένων αστικών εκσυγχρονισμών και δημιουργούσε αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Θυμίζουμε σχετικά ότι το ΚΚΣΕ είχε διακηρύξει από το 1956 στο 20ό Συνέδριό του την ύπαρξη «ποικιλίας μορφών περάσματος στο σοσιαλισμό» και είχε κάνει άξονα της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ενωσης την ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού – καπιταλισμού.
Αυταπάτη ήταν επίσης ότι διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις όπως ο ΟΑΣ θα άλλαζαν από όργανα των κεφαλαιοκρατών, εχθρικά για τους λαούς, σε φιλικά για τους τελευταίους, όσο βελτιωνόταν ο συσχετισμός στο εσωτερικό τους με την εκλογή περισσότερων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Αλλωστε, οι διακηρύξεις των αστικών κρατών και κυβερνήσεων (φιλελεύθερων ή σοσιαλδημοκρατικών) περί «ανεξαρτησίας» σημαίνουν συνήθως επιδιώξεις για αλλαγή συμμαχιών ή για επαναδιαπραγμάτευση της θέσης ενός καπιταλιστικού κράτους στο πλαίσιο των υπαρχουσών συμμαχιών.
Σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ήταν σοσιαλδημοκρατικό και σε καμία περίπτωση δεν έθιγε την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε βεβαίως το κεντρικό ζήτημα της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, προωθούσε ένα διαφορετικό σχέδιο ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, το οποίο θα στηριζόταν περισσότερο στην εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση και στην ενσωμάτωση του εργατικού – λαϊκού παράγοντα.
Στις 4 Σεπτέμβρη του 1970 η «Λαϊκή Ενότητα», με επικεφαλής τον Σαλβαντόρ Αλιέντε, αποκτά τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές. Σύμφωνα με το χιλιανό Σύνταγμα, αν κανένας υποψήφιος δεν κέρδιζε την απόλυτη πλειοψηφία, τότε τα δύο Σώματα του Κογκρέσου θα αποφάσιζαν ανάμεσα στους δύο πρώτους υποψηφίους.
Η «Λαϊκή Ενότητα» εξαρχής δήλωσε τη δέσμευσή της στο αστικό καθεστώς, στη συνταγματική νομιμότητα και την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι ήρθαν τρίτοι στις εκλογές, ζήτησαν πρόσθετες συνταγματικές εγγυήσεις και δημιουργήθηκε προς τούτο μια κοινή επιτροπή Χριστιανοδημοκρατών – «Λαϊκής Ενότητας» για τη σύνταξη του «Καταστατικού Συνταγματικών Εγγυήσεων». Τελικά, και ο αντίπαλος του Σ. Αλιέντε, ο «δεξιός» Αλεσάντρι, παραιτήθηκε από υποψήφιος στην επικείμενη ψηφοφορία στο Κογκρέσο. Στις 21 Σεπτέμβρη ο Αλιέντε επισκέφτηκε τον Αλεσάντρι στο σπίτι του κι εξέφρασε τις ευχαριστίες του. Τις ίδιες μέρες ωστόσο ο αρχηγός του στρατού και φίλα προσκείμενος στη «Λαϊκή Ενότητα», Ρένε Σνάιντερ, ενώ κατευθυνόταν προς το υπουργείο Αμυνας, παρεμποδίστηκε από οχτώ αυτοκίνητα γεμάτα από οπλισμένους άντρες οι οποίοι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Με την προεδρία Σ. Αλιέντε καταγράφεται αρχικά μια σχετική ανάταση του λαϊκού κινήματος (απεργίες, καταλήψεις επιχειρήσεων, επιτάξεις φυτειών, μετατοπίσεις των περιφράξεων από τους ινδιάνους Μαπούτσε για να επανακτήσουν τμήμα της γης τους). Στις δημοτικές εκλογές του Απρίλη του 1971 οι υποψήφιοι της «Λαϊκής Ενότητας» αυξάνουν τα ποσοστά τους στο 50,86%.
Ομως, οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας συνέχισαν να ισχύουν και να επιδρούν όλο και πιο καθοριστικά και οι μεταρρυθμίσεις της «Λαϊκής Ενότητας» δεν απέδιδαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Από ένα σημείο και μετά, εμφανίστηκαν προβλήματα στον οικονομικό τομέα (πληθωρισμός, κόστος ζωής, προβλήματα ανεφοδιασμού σε προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης κ.ά.), τα οποία εντάθηκαν όσο το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, τμήμα του οποίου παρέμενε η Χιλή, έμπαινε σε φάση κρίσης.
Φθινόπωρο του 1972, η κατάσταση οξύνθηκε. Εκ μέρους της χιλιανής αστικής και μεσοαστικής τάξης, μικροαστικών στρωμάτων τα οποία συνδέονταν με τμήματα της χιλιανής αστικής τάξης αλλά και ορισμένων μικρών τμημάτων της εργατικής τάξης τα οποία εγκλωβίστηκαν στους σχεδιασμούς των αστών, καταγράφονταν προκλήσεις, βίαια επεισόδια, σαμποτάζ, συναυλίες από κατσαρόλες και σχέδια για πραξικόπημα. Στις 12 Οκτώβρη άρχισε «λοκ άουτ» στα εργοστάσια από τους ιδιοκτήτες τους, ενώ στην ύπαιθρο αρκετοί γαιοκτήμονες σφαγίαζαν μαζικά ζώα και πουλερικά. Επιπλέον, τράπεζες και διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επέβαλαν έναν αόρατο οικονομικό αποκλεισμό στη Χιλή (περιορισμός δανειοδότησης, παρακράτηση πιστώσεων κ.ά.). Ως αποτέλεσμα, βασικά διατροφικά προϊόντα σχεδόν εξαφανίστηκαν, γενικεύτηκε η μαύρη αγορά και το δολάριο εκτινάχθηκε.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ επεξεργάζονταν σχέδια πραξικοπήματος στη Χιλή. Δημόσια άλλωστε ήταν η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εγκαθίδρυση του μαρξισμού στη Χιλή, γιατί ο λαός της είναι ανεύθυνος».
Οι εργάτες, από την πλευρά τους, σε πολλές περιπτώσεις κατέλαβαν εργοστάσια, οργάνωναν κυκλώματα διανομής και διαμόρφωσαν νέα όργανα πάλης των εργατών: Τα «cordones industrials» (εργατικές οργανώσεις μέσα στις βιομηχανικές ζώνες), και τα «commandos communales» (κοινοτικές διοικήσεις). Τα όργανα αυτά ανέλαβαν την περιφρούρηση, την επαγρύπνηση και την πρόληψη απέναντι στα σαμποτάζ και συντόνισαν δραστηριότητες διανομής τροφής και ειδών πρώτης ανάγκης, μεταφοράς προϊόντων και ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες.
Ολο αυτό το διάστημα, το ΚΚ Χιλής παρέμενε στη λογική του «νόμιμου δημοκρατικού δρόμου», στη μη αμφισβήτηση δηλαδή της αστικής εξουσίας. Το 1972, όταν ξεσπάει σχετική αντιπαράθεση εντός της «Λαϊκής Ενότητας», τάχθηκε σταθερά υπέρ της συνεργασίας με τους χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι όμως συνάπτουν τελικά ένα εκλογικό «αντιμαρξιστικό μέτωπο» μαζί με το Εθνικό Κόμμα. Τον Ιούνη του 1972, σε μια σύσκεψη ηγετικών στελεχών της «Λαϊκής Ενότητας» (σύνοδος του Λο Κούρο) το ΚΚ υποστήριξε «τη στρατηγική της υποχώρησης» για να «παγιωθούν» τα αποτελέσματα της πρώτης περιόδου. Επιπλέον, το ΚΚ Χιλής ουδέποτε εξέτασε έναν ενδεχόμενο ρόλο των «cordones industrials» και των «commandos communales» ως οργάνων ταξικής οργάνωσης, ανεξάρτητης από την αστική τάξη και το κράτος της, και μαχητικής δράσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Περισσότερο αντιμετώπισε αυτές τις οργανώσεις ως συμπληρωματικές του αστικού κρατικού μηχανισμού και της κυβέρνησης του Σ. Αλιέντε5.
Τον Μάρτη του 1973 διενεργήθηκαν εκ νέου εκλογές και η «Λαϊκή Ενότητα» ανέβασε το ποσοστό της στο 44%. Ωστόσο, η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας», με τη συμφωνία του ΚΚ Χιλής, συνέχιζε την πολιτική κατευνασμού και προσήλωσης στο αστικό Σύνταγμα: Ψήφισε νόμο περί «ελέγχου όλων των όπλων», ο οποίος παρότι υποχρέωνε σε αφοπλισμό τόσο των «ένοπλων αριστερών» όσο και των «ένοπλων δεξιών», στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην εργατική τάξη, με έρευνες να γίνονται σε εργοστάσια, ακόμα και σε κομματικά γραφεία του ΚΚ Χιλής. Νωρίτερα, αποφάσισε τη συμμετοχή τριών υψηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού στην κυβέρνηση και όρισε τον θεωρούμενο ως μετριοπαθή Α. Πινοσέτ αρχηγό του στρατού. Το ΚΚ Χιλής, από τη μεριά του, έριχνε το σύνθημα «όχι στον εμφύλιο» και εκτιμούσε ως σημάδι της νίκης του λαού απέναντι στη λεγόμενη «Δεξιά» την είσοδο των αξιωματικών του στρατού στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας».
Τελικά, στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Ο Αλιέντε βρέθηκε νεκρός μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η στρατιωτική δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν το καθεστώς στις 25 του Σεπτέμβρη, ενώ το ΔΝΤ δήλωσε για το πραξικόπημα: «Είναι μια καλοδεχούμενη αλλαγή από τις χαοτικές συνθήκες που επικρατούσαν»6.
Παρ’ όλα αυτά, το ΚΚ Χιλής και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα επέμεναν και μετά το πραξικόπημα στη δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό. Ο Λουίς Κορβαλάν δήλωνε: «Παρά το γεγονός ότι η χιλιανή επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, εμείς θεωρούμε ότι η ήττα μας δεν αποκλείει τη δυνατότητα ειρηνικού δρόμου σε μια σειρά από χώρες»7.
Ορισμένοι αριθμοί της δικτατορίας Πινοσέτ, με δεδομένη πάντα τη σχετικότητά τους, είναι αποκαλυπτικοί για την απουσία ενδοιασμών στην αστική τάξη ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης, όταν υπερασπίζεται την εξουσία και τα συμφέροντά της. 3.065 είναι επίσημα οι νεκροί, οι εκτελεσμένοι και οι «εξαφανισμένοι». Επιπλέον, 40.000 είναι οι φυλακισμένοι και σχεδόν 30.000 οι βασανισμένοι (βιασμοί, πνιγμοί, ξερίζωμα μελών του σώματος, κρέμασμα από τους καρπούς, τουφεκισμοί για παραδειγματισμό). Πρόσφατα, επίσης, αποδείχθηκε από την επιστημονική έρευνα η δηλητηρίαση – δολοφονία του κομμουνιστή νομπελίστα ποιητή Π. Νερούντα, τις πρώτες μέρες της δικτατορίας.
Στη διάρκεια της δικτατορίας Α. Πινοσέτ, συγκροτήθηκαν και έδρασαν ακόμη μια σειρά από κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί: Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (DINA), το αντικομμουνιστικό απόσπασμα Comando Conjunto, με μοναδικό στόχο την εξαφάνιση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής, και το «καραβάνι του θανάτου», μια επίλεκτη ομάδα αξιωματικών με αποστολή τις εκκαθαρίσεις, ανά τη χιλιανή επικράτεια8.
Ορισμένοι άλλοι αριθμοί της δικτατορίας Πινοσέτ είναι επίσης αποκαλυπτικοί για το τι εννοούν η αστική τάξη και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις όταν μιλούν για οικονομική ανάπτυξη και «οικονομικά θαύματα». Η δικτατορία, υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, ακολούθησε μια φιλελεύθερη διαχείριση στην οικονομία, η οποία περιλάμβανε μείωση των ημερομισθίων, δραστική περιστολή των κρατικών δαπανών με εξαίρεση τις Ενοπλες Δυνάμεις, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιων οργανισμών, παροχή μεγάλων πιστώσεων από διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, πάμπολλα κίνητρα και εγγυήσεις στο ξένο κεφάλαιο, εξάλειψη της συνδικαλιστικής δράσης κ.ά.
Τα αποτελέσματα της παραπάνω διαχείρισης ήταν: Ανάπτυξη της χιλιανής οικονομίας για συνεχόμενα έτη και σε μεγάλα ποσοστά, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε και οικονομία «τζάγκουαρ», και συνάμα μεγάλο άνοιγμα των ανισοτήτων, αύξηση όσων ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, μείωση της ιδιοκατοίκησης, δραματική υποβάθμιση της δημόσιας Υγείας, αύξηση του εξωτερικού χρέους κ.ά.
Το ΚΚ Χιλής πρωτοστάτησε για τη δημιουργία ενός μετώπου ενάντια στη δικτατορία (Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα) σε συμμαχία πάλι με τον Σοσιαλιστικό Συνασπισμό και κόμματα του κέντρου και της αντιδικτατορικής Δεξιάς. Ακόμη, συγκρότησε τη στρατιωτικοπολιτική οργάνωση Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ) «Μανουέλ Ροντρίγκες», η οποία σταδιακά ανέπτυξε έντονη δράση. Ωστόσο, μετά το 1986 εγκατέλειψε την ένοπλη πάλη και προσανατολίστηκε πάλι μόνο στις ειρηνικές μορφές πάλης.
Αυτή η απόφαση του ΚΚ Χιλής σε συνδυασμό με το επίπεδο της ταξικής πάλης και τον ρόλο των αστικών πολιτικών δυνάμεων επέδρασαν στη μη ανατροπή της δικτατορίας από τον λαϊκό παράγοντα, αλλά στην πραγματοποίηση μιας «ομαλής» – και κατά το δυνατόν «ανώδυνης» για την αστική εξουσία – μετάβασης στον κοινοβουλευτισμό (δημοψήφισμα το 1988 με ετυμηγορία τη μη παραμονή του Α. Πινοσέτ στην εξουσία, παραμονή του ως επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων έως το 1998, εκλογή του στη χιλιανή Βουλή, επί της ουσίας μη δίωξή του για τα διαπραχθέντα επί της προεδρίας του εγκλήματα).
Η επίτευξη της αποστολής του κομμουνιστικού κινήματος για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού προϋποθέτει την εξέταση και εν ανάγκη τον προβληματισμό και για τις νίκες και για τις ήττες. Οι αγώνες, η προσφορά, ο ηρωισμός, η μαχητικότητα και η αυτοθυσία τμημάτων της εργατικής τάξης, του ΚΚ Χιλής και άλλων αγωνιστών, από τον Μεσοπόλεμο έως και την πάλη εναντίον της δικτατορίας Πινοσέτ, επιτάσσουν τον προβληματισμό για τα τραγικά γεγονότα της Χιλής και όχι το αντίθετο.
Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και το ΚΚ Χιλής οδηγήθηκαν σε λαθεμένα συμπεράσματα από την ήττα του λαϊκού κινήματος στη Χιλή. Αντί να την αναλύσουν και να την προβάλουν ως απόδειξη της μη δυνατότητας ανοίγματος ενός ειρηνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό μέσα από τη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας σε συνεργασία με κάποιες αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη στήριξη μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, εκτίμησαν ότι στην ήττα επέδρασαν αποκλειστικά υποκειμενικές και αντικειμενικές αδυναμίες. Μεταξύ όσων προβλήθηκαν τότε – και προβάλλονται από ορισμένες δυνάμεις και σήμερα – ήταν η έλλειψη ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου στη «Λαϊκή Ενότητα» και η υπερβολική νομιμοφροσύνη της στους θεσμούς, παρότι ακόμη και αυτές οι αδυναμίες, στον βαθμό τον οποίο υπήρξαν, σχετίζονταν με την απουσία επαναστατικής στρατηγικής στο ΚΚ Χιλής.
Αλλες οπορτουνιστικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη «Λαϊκή Ενότητα» ως έναν τύπο «εργατικής κυβέρνησης», η οποία θα οδηγούσε υπό προϋποθέσεις στην κατάκτηση της εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ακόμη και εντός του ισχύοντος τότε αστικού συνταγματικού και νομικού πλαισίου. Επειτα, καταλογίζουν στη «Λαϊκή Ενότητα» μόνο τη μη εκκίνηση αυτής της διαδικασίας και ειδικότερα την ατολμία για ριζοσπαστικές παρεμβάσεις στους πολιτικούς θεσμούς και στο στράτευμα, μετά τον ευνοϊκότερο εκλογικό συσχετισμό για την ίδια το 1971. Πυρήνας αυτών των προσεγγίσεων είναι η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για τη δυνατότητα ειρηνικής – σταδιακής μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.
Αντίθετα, η περίπτωση της Χιλής – και τόσες άλλες περιπτώσεις – αποδεικνύει ότι μια εργατική κυβέρνηση νομοτελειακά είναι προϊόν επαναστατικής ρήξης και ανατροπής των δομών της αστικής εξουσίας και όχι αξιοποίησης της οποιασδήποτε κυβέρνησης εντός αυτών των δομών. Ανεξάρτητα από εκλογικούς συσχετισμούς, συνταγματικές προβλέψεις και πρόσωπα, ο χαρακτήρας της αστικής εξουσίας παραμένει, και η τελευταία θα υπερασπιστεί τον εαυτό της όποτε χρειαστεί. Ισχύει η αναφορά του Λένιν «όσο πιο εξελιγμένη είναι η δημοκρατία, τόσο πιο κοντά βρίσκονται τα πογκρόμ ή ο εμφύλιος πόλεμος σε κάθε βαθιά πολιτική διάσταση επικίνδυνη για την αστική τάξη»9.
Οποια και αν είναι η «στιγμή» του ιστορικού χρόνου και η διακύμανση της ταξικής πάλης, το κρίσιμο στη στρατηγική ενός ΚΚ είναι ο στόχος της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα η οποία προωθεί αυτόν τον στόχο. Αφού αυτό απουσίασε από τη στρατηγική του ΚΚ Χιλής και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος όχι μόνο δεν άνοιξε κάποιος δρόμος για τον σοσιαλισμό στη Χιλή, αλλά και η εργατική της τάξη ήταν πολιτικά και οργανωτικά απροετοίμαστη μπροστά στο πραξικόπημα του Πινοσέτ.
ΠΗΓΗ:katiousa